Ο όρος όμποε είναι γερμανικός και προέρχεται από τη γαλλική γλώσσα , πιο συγκεκριμένα από τη λέξη hautbois που σημαίνει λεπτό ξύλο. Η ελλήνική του απόδοση είναι οξύαυλος και το συνανταμε ήδη από τα αρχαία χρόνια τόσο στην Αίγυπτο , όσο στην Ασία και στη Ρώμη. Πρόκειται για ένα ευθύ σωλήνα , το σώμα του οποίου είναι φτιαγμένο τις περισσότερες φορές από ξύλο ή από εβονίτη (σκληρό μονωτικό υλικό που προέρχεται από την επεξεργασία του καουτσούκ) , το οποίο καταλήγει από τη μια του πλευρά σε καμπάνα . Επάνω σ’αυτό το σωλήνα υπάρχουν τα κλειδιά , το καθένα από αυτά αντιστοιχεί σε μια οπή. Το όμποε υπέστη μεγάλες αλλαγές και εξελιχθηκε πολύ στη Γαλλία , από το 17ο αιώνα και μετά. Παρ’όλα αυτά μέχρι το 18ο αιώνα είχε πολλές ελλείψεις και ατέλειες ως όργανο , αργότερα σταδιακά μπήκε το σύστημα των κλειδιών που γνωρίζουμε σήμερα , και το όργανο πέρασε σε άλλη υπόσταση. Είναι αναπόσπαστο μέλος μιας συμφωνικής ορχήστρας και το ηχόχρωμά του χαρακτηρίζεται από πολλούς και ως γλυκά μελαγχολικό. Είναι συνήθως το όργανο που δίνει τον τόνο στις συμφωνικές ορχήστρες. Η μουσική του έκταση είναι τρεις οκτάβες περίπου και λόγω της στενότητάς του οργάνου και της γλώττίδας , χρειάζεται μικρότερη ποσότητα αέρα από άλλα πνευστά , γεγονός που το καθιστά ικανό να κρατά μεγάλες αξίες σε ένα κομμάτι , με μια εκπνοή. Στο κλασσικό ρεπέρτόριο συναντάμε συνεχώς μέρη που έχουν γραφτεί για όμποε. Στην οικογένεια του όμποε συναντάμε επίσης εκτός τοκλασσικό όμποε τα παρακάτω : Το άλτο όμποε ή hautbois d’amour , σε Α (Λα) , μια Τρίτη μικρή κάτω από το όμποε. Το αγγλικο κόρνο ή cor anglais , σε F (Φα) , μια πέμπτη καθαρή κάτω από το όμποε .
Τάξεις αναλυτικά:
Προκαταρκτική | Κατωτέρα | Μέση | Ανωτέρα |
Ι | Ι | Ι | Ι |
- | - | ΙΙ | ΙΙ |
- | - | - | ΙΙΙ |
Απολυτήριες εξετάσεις: |
Πτυχιακές
|
- Διπλωματικές |