ΚΛΑΡΙΝΕΤΟ
Το κλαρινέτο είναι πνευστό μουσικό όργανο που ανήκει στην κατηγορία των ξύλινων πνευστών μουσικών οργάνων με μονή γλωττίδα όπως το σαξόφωνο. Ο όρος κλαρινέτο προέρχεται από την ιταλική γλώσσα θα πει ‘’μικρό κλαρίνο’’ και σημαίνει όργανο που βγάζει καθάρό και φωτεινό ήχο από την ιταλική λέξη clarus. Η ελληνική απόδοση του οργάνου είναι ‘’ευθύαυλος’’. Είδη αυλού συναντάμε ήδη από την αρχαιότητα, τόσο στην αρχαία Ελλάδα όσο και στην Αίγυπτο. Το κλαρινέτο απότελείται από έναν ευθύ σωλήνα, από ξύλο ή και πλαστικό στη σημερινή εποχή , που στη μια του άκρη οδηγεί σε μια καμπάνα. Ο αριθμός των κλειδιών που ανοιγοκλείνουν τις αντίστοιχες οπές για την παραγωγή του ήχου εξαρτάται από το σύστημα με βάσει το οποίο είναι κατασκευασμένο το όργανο. Δύο συστήματα είναι αυτά που επικρατούν, το σύστημα Bohem και το σύστημα Oehler. Tο σύστημα Boehm έχει λιγότερα κλειδιά, είναι πιο εύκολο στην εκμάθηση για ένα αρχάριο. Θεωρείται ένα πλήρες σύστημα και έχει επικρατήσει στα ωδεία ως πιο αποδοτικό και ελεύθερο στην ερμηνεία. Είναι το σύστυμα που προτιμάται στο κλασσικό ρεπερτόριο.
Tο σύστημα Oehler έχει περισσότερα κλειδιά, άρα μπορεί σχεδόν να καλύψει την αντιστοιχία κλειδιού-νότας, για να ερμηνεύσει όμως κλασσικό ρεπερτόριο απαιτείται μεγάλη δεξιοτεχνία από το μουσικό. Στο είδος της κλασσικής δεν προτιμάται ιδιαίτερα λόγω των κλειδιών που δημιουργούν περιορισμούς στην ερμηνεία.
Η μουσική έκταση που καλύπτει το κλαρινέτο είναι τρεισίμισι οκτάβες . Υπάρχουν διάφορα είδη κλαρινέτου με βάσει την τονικότητα. Αυτά είναι : -Κλαρινέτο σε C (Ντο) -Κλαρινέτο σε Bb (Σι ύφεση), -Κλαρινέτο σε Α (Λα) , Κλαρινέτο σε G (Σολ). Στη δημοτική του απόδοση και στη δημοτική μουσική το κλαρινέτο αποκαλείται κλαρίνο. Ο μουσικός που παίζει κλασσικό ρεπερτόριο λέγεται κλαρινετίστας ενω αυτός που παίζει παραδοσιακή λέγεται κλαρινίστας.